- φιλόλογος
- Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Ιησού, τον οποίο αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή του (στ 15). Κατά την παράδοση, χειροτονήθηκε επίσκοπος της Σινώπης του Πόντου από τον απόστολο Ανδρέα. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Νοεμβρίου.
* * *ο, η / φιλόλογος, -ον, ΝΜΑνεοελλ.(γενικά)1. επιστήμονας ειδικευμένος στη φιλολογία2. (ειδικά) καθηγητής φιλολογίας3. συνεκδ. λογοτέχνηςαρχ.1. αυτός που αγαπά τον λόγο, που τού αρέσει να μιλά, ομιλητικός ή φλύαρος («οἶνος φιλολόγους ποιεῑ», Άλεξ.)2. (ως προσωνυμία τού Λυσίου) αυτός που τού αρέσουν οι αγορεύσεις3. αυτός που ευχαριστείται με την αναλυτική ανάπτυξη και έκθεση τών ιδεών, τών σκέψεών του4. (ιδίως στον Πλάτ.) αυτός που επιδιώκει να αναλύει φιλοσοφικά ζητήματα με τον διάλογο5. αυτός που αγαπά τη μόρφωση6. μορφωμένος7. αυτός που μελετά συστηματικά τους λόγους σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναλύει τα φιλοσοφικά ζητήματα ή ασχολείται με τα πολιτικά πράγματα7. (για σύγγραμμα, βιβλίο) α) αυτός που σχετίζεται με την παιδείαβ) αυτός που έχει μεγάλη επιστημονική αξία.επίρρ...φιλολόγως Αμε αγάπη για τη μάθηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.